ἔκχρησις: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekchrisis | |Transliteration C=ekchrisis | ||
|Beta Code=e)/kxrhsis | |Beta Code=e)/kxrhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[loan]], ''SIG''742.52 (pl., Ephesus, i B.C.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[prenda]], [[garantía]] en un tipo de contratos de préstamo ἐκχρήσεις λαμβάνειν <i>IEphesos</i> 8.55, cf. 51, 57 (I a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκχρησις''': -εως, ἡ, [[δάνειον]] γενόμενος ὑφ’ ὅρους τινάς, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 205. | |lstext='''ἔκχρησις''': -εως, ἡ, [[δάνειον]] γενόμενος ὑφ’ ὅρους τινάς, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 205. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔκχρησις]] (Α)<br />εκδανεισμός, [[δάνειο]] χρημάτων [[χωρίς]] τόκο ή [[δάνειο]] πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και [[κατόπιν]] να επιστραφούν. | |mltxt=[[ἔκχρησις]] (Α)<br />εκδανεισμός, [[δάνειο]] χρημάτων [[χωρίς]] τόκο ή [[δάνειο]] πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και [[κατόπιν]] να επιστραφούν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, loan, SIG742.52 (pl., Ephesus, i B.C.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
prenda, garantía en un tipo de contratos de préstamo ἐκχρήσεις λαμβάνειν IEphesos 8.55, cf. 51, 57 (I a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκχρησις: -εως, ἡ, δάνειον γενόμενος ὑφ’ ὅρους τινάς, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 205.
Greek Monolingual
ἔκχρησις (Α)
εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν.