ἀνεμόδαρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(CSV2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ανεμόδαρτος
|Full diacritics=ἀνεμόδαρτος
|Medium diacritics=ανεμόδαρτος
|Medium diacritics=ἀνεμόδαρτος
|Low diacritics=ανεμόδαρτος
|Low diacritics=ανεμόδαρτος
|Capitals=ΑΝΕΜΟΔΑΡΤΟΣ
|Capitals=ΑΝΕΜΟΔΑΡΤΟΣ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anemodartos
|Transliteration C=anemodartos
|Beta Code=a)nemo/dartos
|Beta Code=a)nemo/dartos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stripped by the wind</b>, <span class="bibl">Eust.1095.12</span>.</span>
|Definition=ἀνεμόδαρτον, [[stripped by the wind]], Eust.1095.12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[desnudado por el viento]] Eust.1095.12.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεμόδαρτος''': -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ [[ἄνεμος]], «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνεμόδαρτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαρτός]] <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμόδαρτος Medium diacritics: ἀνεμόδαρτος Low diacritics: ανεμόδαρτος Capitals: ΑΝΕΜΟΔΑΡΤΟΣ
Transliteration A: anemódartos Transliteration B: anemodartos Transliteration C: anemodartos Beta Code: a)nemo/dartos

English (LSJ)

ἀνεμόδαρτον, stripped by the wind, Eust.1095.12.

Spanish (DGE)

-ον desnudado por el viento Eust.1095.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόδαρτος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ ἄνεμος, «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνεμόδαρτος, -ον)
εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω.