καταρρακτικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katarraktikos | |Transliteration C=katarraktikos | ||
|Beta Code=katarraktikw=s | |Beta Code=katarraktikw=s | ||
|Definition=Adv. < | |Definition=Adv. [[rushing down]], [[swooping]], Eust.688.52. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταρρακτικῶς''': μὲ ὁρμήν, ὁρμητικῶς, δίκην καταρράκτου, «θαλάσσης [[ἠρέμα]] καὶ οὐ κατ. ἐν τῷ πλημμμύρειν ἐπιβαινούσης εἰς τὴν γῆν» Εὐστ. 688, 52. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταρρακτικῶς]] και καταρακτικά (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[καταρράκτης]], ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταρράκτης]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. επιθ. <i>καταρρακτικός</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. rushing down, swooping, Eust.688.52.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρακτικῶς: μὲ ὁρμήν, ὁρμητικῶς, δίκην καταρράκτου, «θαλάσσης ἠρέμα καὶ οὐ κατ. ἐν τῷ πλημμμύρειν ἐπιβαινούσης εἰς τὴν γῆν» Εὐστ. 688, 52.
Greek Monolingual
καταρρακτικῶς και καταρακτικά (Μ)
επίρρ. σαν καταρράκτης, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. επιθ. καταρρακτικός].