Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποσοβητής: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aposovitis
|Transliteration C=aposovitis
|Beta Code=a)posobhth/s
|Beta Code=a)posobhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[-ητήρ]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>359</span>.</span>
|Definition=ἀποσοβητοῦ, ὁ, = [[ἀποσοβητήρ]], Sch.Ar.''Pl.''359.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[ahuyentador]] τῶν κακῶν Sch.A.<i>Th</i>.8j, cf. Sch.Ar.<i>Pl</i>.359.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποσοβητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― [[ὡσαύτως]], -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― [[ὡσαύτως]] -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀλεξητήριος]]: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσοβητής Medium diacritics: ἀποσοβητής Low diacritics: αποσοβητής Capitals: ΑΠΟΣΟΒΗΤΗΣ
Transliteration A: aposobētḗs Transliteration B: aposobētēs Transliteration C: aposovitis Beta Code: a)posobhth/s

English (LSJ)

ἀποσοβητοῦ, ὁ, = ἀποσοβητήρ, Sch.Ar.Pl.359.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
ahuyentador τῶν κακῶν Sch.A.Th.8j, cf. Sch.Ar.Pl.359.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσοβητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― ὡσαύτως, -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― ὡσαύτως -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλεξητήριος: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143.