ποικιλόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poikilogrammos
|Transliteration C=poikilogrammos
|Beta Code=poikilo/grammos
|Beta Code=poikilo/grammos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">striped</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>296</span>.</span>
|Definition=ποικιλόγραμμον, [[striped]], Arist.''Fr.''296.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0649.png Seite 649]] mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλθαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόγραμμος:''' [[с черными линиями или полосами]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''ποικῐλόγραμμος''': -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ [[πλήρης]] ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[ποικιλόγραμμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, [[ραβδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόγραμμος Medium diacritics: ποικιλόγραμμος Low diacritics: ποικιλόγραμμος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: poikilógrammos Transliteration B: poikilogrammos Transliteration C: poikilogrammos Beta Code: poikilo/grammos

English (LSJ)

ποικιλόγραμμον, striped, Arist.Fr.296.

German (Pape)

[Seite 649] mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλθαι.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόγραμμος: с черными линиями или полосами Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόγραμμος: -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ πλήρης ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.

Greek Monolingual

-ο / ποικιλόγραμμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, ραβδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γραμμος (< γραμμή)].