παραδεκτός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradektos | |Transliteration C=paradektos | ||
|Beta Code=paradekto/s | |Beta Code=paradekto/s | ||
|Definition= | |Definition=παραδεκτόν, accepted: acceptable, Jul.''Ep.''88. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:20, 25 August 2023
English (LSJ)
παραδεκτόν, accepted: acceptable, Jul.Ep.88.
Greek (Liddell-Scott)
παραδεκτός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ δεκτός, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.
Greek Monolingual
και παραδεχτός, -ή, -ό / παραδεκτός, -ή, -όν, ΝΑΜ παραδέχομαι
αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῖν», Ιουλ.).