ἀναπλατύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaplatynomai
|Transliteration C=anaplatynomai
|Beta Code=a)naplatu/nomai
|Beta Code=a)naplatu/nomai
|Definition=[ῡ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be spread wide]], Plu.<span class="title">Daed.</span>4.</span>
|Definition=[ῡ], to [[be spread wide]], Plu.''Daed.''4.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desplegarse]], [[avanzar]] νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.<i>Fr</i>.157.4.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπλατύνομαι''': παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς [[πλάτος]], «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν [[ἄλλο]] πλὴν σκιὰ γῆς, [[ὅταν]] γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.
|lstext='''ἀναπλατύνομαι''': παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς [[πλάτος]], «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν [[ἄλλο]] πλὴν σκιὰ γῆς, [[ὅταν]] γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desplegarse]], [[avanzar]] νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.<i>Fr</i>.157.4.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλατύνομαι Medium diacritics: ἀναπλατύνομαι Low diacritics: αναπλατύνομαι Capitals: ΑΝΑΠΛΑΤΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anaplatýnomai Transliteration B: anaplatynomai Transliteration C: anaplatynomai Beta Code: a)naplatu/nomai

English (LSJ)

[ῡ], to be spread wide, Plu.Daed.4.

Spanish (DGE)

desplegarse, avanzar νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.Fr.157.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλατύνομαι: παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς πλάτος, «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν ἄλλο πλὴν σκιὰ γῆς, ὅταν γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.