Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρτυσία: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artysia
|Transliteration C=artysia
|Beta Code=a)rtusi/a
|Beta Code=a)rtusi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[art of seasoning]], cj. Mein. in <span class="bibl">Alex.36.9</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[art of seasoning]], cj. Mein. in Alex.36.9.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀρτῡσία) -ας, ἡ [[condimentación]] Alex.36.9 (cj.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτῡσία''': ἡ, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀρτύειν, καρυκεύειν δι’ ἀρτυμάτων, ὡς τὸ [[ὀψαρτυσία]], Ἀθήν. 544Ε, πρβλ. Mein. Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1, 9, [[ἔνθα]] γράφεται ἀρτηρίαν.
|lstext='''ἀρτῡσία''': ἡ, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀρτύειν, καρυκεύειν δι’ ἀρτυμάτων, ὡς τὸ [[ὀψαρτυσία]], Ἀθήν. 544Ε, πρβλ. Mein. Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1, 9, [[ἔνθα]] γράφεται ἀρτηρίαν.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀρτῡσία) -ας, ἡ [[condimentación]] Alex.36.9 (cj.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτυσία]], η (Α) [[αρτύω]]<br />η [[τέχνη]] του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα.
|mltxt=[[ἀρτυσία]], η (Α) [[αρτύω]]<br />η [[τέχνη]] του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῡσία Medium diacritics: ἀρτυσία Low diacritics: αρτυσία Capitals: ΑΡΤΥΣΙΑ
Transliteration A: artysía Transliteration B: artysia Transliteration C: artysia Beta Code: a)rtusi/a

English (LSJ)

ἡ, art of seasoning, cj. Mein. in Alex.36.9.

Spanish (DGE)

(ἀρτῡσία) -ας, ἡ condimentación Alex.36.9 (cj.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτῡσία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀρτύειν, καρυκεύειν δι’ ἀρτυμάτων, ὡς τὸ ὀψαρτυσία, Ἀθήν. 544Ε, πρβλ. Mein. Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1, 9, ἔνθα γράφεται ἀρτηρίαν.

Greek Monolingual

ἀρτυσία, η (Α) αρτύω
η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα.