κυλικοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kylikoforos
|Transliteration C=kylikoforos
|Beta Code=kulikofo/ros
|Beta Code=kulikofo/ros
|Definition=ον, [[carrying cups]], <span class="bibl">Hld.7.27</span>.
|Definition=κυλικοφόρον, [[carrying cups]], Hld.7.27.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλικοφόρος]], -ον (Α)<br />(για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλιξ]], -<i>ικ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=[[κυλικοφόρος]], -ον (Α)<br />(για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλιξ]], -<i>ικ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Becher]] [[tragend]]</i>, τρίποδες, Heliod. 7.27.
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλῐκοφόρος Medium diacritics: κυλικοφόρος Low diacritics: κυλικοφόρος Capitals: ΚΥΛΙΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kylikophóros Transliteration B: kylikophoros Transliteration C: kylikoforos Beta Code: kulikofo/ros

English (LSJ)

κυλικοφόρον, carrying cups, Hld.7.27.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλῐκοφόρος: -ον, ἐπὶ τρίποδος, ὁ φέρων κύλικας κ.τ.τ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ὁποίου τίθενται κύλικες καὶ τὰ ὅμοια, «προσδραμὼν ὁ Θεαγένης ἑνὶ τῶν κυλικοφόρων τριπόδων, καὶ φιάλην τῶν πολυτίμων ἀνελόμενος, οὐδέν, ἔφη», Ἡλιόδ. 7. 27.

Greek Monolingual

κυλικοφόρος, -ον (Α)
(για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

German (Pape)

Becher tragend, τρίποδες, Heliod. 7.27.