ἐκτατέον: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektateon | |Transliteration C=ektateon | ||
|Beta Code=e)ktate/on | |Beta Code=e)ktate/on | ||
|Definition=< | |Definition=[[one must pronounce long]], Sch.Il.21.262. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que alargar]], [[hay que extender]] τὴν χεῖρα μετὰ τάξεως ἐκ διαστημάτων ἐ. ref. a las buenas costumbres en la mesa, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.13, para votar, Sud.s.u. χειροτονητέον.<br /><b class="num">2</b> gram. [[hay que alargar]] una sílaba, una vocal τὸ δὲ «δηριαάσθων» τὸ δεύτερον «α» ἐ. Hdn.Gr.1.536, οὕτως ἐ. διὰ τὸ μέτρον τὸ «Ἀσκληπιοῦ» Hdn.Gr.2.36, τὴν «ψι» συλλαβὴν ἐ. διὰ τὸ μέτρον Hdn.Gr.2.96, cf. Sch.A.R.1.664a, Hdn.Gr.2.24. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «[[ἐκτατέον]] τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «[[ἐκτατέον]] τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262. | |lstext='''ἐκτᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «[[ἐκτατέον]] τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «[[ἐκτατέον]] τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 25 August 2023
English (LSJ)
one must pronounce long, Sch.Il.21.262.
Spanish (DGE)
1 hay que alargar, hay que extender τὴν χεῖρα μετὰ τάξεως ἐκ διαστημάτων ἐ. ref. a las buenas costumbres en la mesa, Clem.Al.Paed.2.1.13, para votar, Sud.s.u. χειροτονητέον.
2 gram. hay que alargar una sílaba, una vocal τὸ δὲ «δηριαάσθων» τὸ δεύτερον «α» ἐ. Hdn.Gr.1.536, οὕτως ἐ. διὰ τὸ μέτρον τὸ «Ἀσκληπιοῦ» Hdn.Gr.2.36, τὴν «ψι» συλλαβὴν ἐ. διὰ τὸ μέτρον Hdn.Gr.2.96, cf. Sch.A.R.1.664a, Hdn.Gr.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «ἐκτατέον τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «ἐκτατέον τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262.