συνεδριάζω: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synedriazo | |Transliteration C=synedriazo | ||
|Beta Code=sunedria/zw | |Beta Code=sunedria/zw | ||
|Definition= | |Definition== [[συνεδρεύω]], [[LXX]] ''Pr.''3.32. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] = [[συνεδρεύω]], LXX. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνεδριάζω''': [[συνεδρεύω]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[συνεδρία]]<br />[[συμμετέχω]] σε [[σύσκεψη]], [[συγκροτώ]] [[συνεδρία]] (α. «η [[βουλή]] θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ [[δικαστήριον]] συνεδριάζει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδριασθέντα</i><br />οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:33, 25 August 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1010] = συνεδρεύω, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
συνεδριάζω: συνεδρεύω, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε.
Greek Monolingual
ΝΜΑ συνεδρία
συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.)
αρχ.
(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα
οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου.