ἑτοιμοκόλλιξ: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(6_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etoimokolliks | |Transliteration C=etoimokolliks | ||
|Beta Code=e(toimoko/llic | |Beta Code=e(toimoko/llic | ||
|Definition=ῐκος, ὁ, | |Definition=ῐκος, ὁ, [[one who gives rolls freely]], Com.Adesp.1094. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτοιμοκόλλιξ''': ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀλισβοκόλλιξ]]). | |lstext='''ἑτοιμοκόλλιξ''': ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀλισβοκόλλιξ]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτοιμοκόλλιξ]], ὁ (Α)<br />αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλλιξ]] «[[κουλλούρι]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, one who gives rolls freely, Com.Adesp.1094.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοκόλλιξ: ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. ὀλισβοκόλλιξ).
Greek Monolingual
ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α)
αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»].