μυχθώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mychthodis
|Transliteration C=mychthodis
|Beta Code=muxqw/dhs
|Beta Code=muxqw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like one snorting</b>, <b class="b3">πνεύματα μ</b>. <b class="b2">hard-drawn</b> breath, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>529</span>.</span>
|Definition=μυχθῶδες, [[like one snorting]], <b class="b3">πνεύματα μ.</b> [[hard-drawn]] breath, Hp.''Coac.''529.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0224.png Seite 224]] ες, nach der Art eines Seufzenden, Stöhnenden, Hippocr., wie von μύχθος, welches nicht vorkommt.
}}
{{ls
|lstext='''μυχθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, [[ὅμοιος]] πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., [[δύσπνοια]], Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = [[μυχθισμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυχθώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με στεναγμό, με βόγγο («πνεύματα μυχθώδη» — αναπνοές όμοιες με στεναγμό, με [[βογγητό]], [[δύσπνοια]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μυχθίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχθώδης Medium diacritics: μυχθώδης Low diacritics: μυχθώδης Capitals: ΜΥΧΘΩΔΗΣ
Transliteration A: mychthṓdēs Transliteration B: mychthōdēs Transliteration C: mychthodis Beta Code: muxqw/dhs

English (LSJ)

μυχθῶδες, like one snorting, πνεύματα μ. hard-drawn breath, Hp.Coac.529.

German (Pape)

[Seite 224] ες, nach der Art eines Seufzenden, Stöhnenden, Hippocr., wie von μύχθος, welches nicht vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

μυχθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, ὅμοιος πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., δύσπνοια, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = μυχθισμός.

Greek Monolingual

μυχθώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με στεναγμό, με βόγγο («πνεύματα μυχθώδη» — αναπνοές όμοιες με στεναγμό, με βογγητό, δύσπνοια, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυχθίζω.