ἰσχνοκαλαμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischnokalamodis
|Transliteration C=ischnokalamodis
|Beta Code=i)sxnokalamw/dhs
|Beta Code=i)sxnokalamw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with slender reed</b>, <span class="bibl">Eust.1165.12</span>.</span>
|Definition=ἰσχνοκαλαμῶδες, [[with slender reed]], Eust.1165.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.
}}
{{ls
|lstext='''ἰσχνοκᾰλᾰμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, [[ἤγουν]] ἰσχνοκαλαμώδη».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνοκαλαμώδης]], -ες (Α)<br />(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνοκᾰλᾰμώδης Medium diacritics: ἰσχνοκαλαμώδης Low diacritics: ισχνοκαλαμώδης Capitals: ΙΣΧΝΟΚΑΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: ischnokalamṓdēs Transliteration B: ischnokalamōdēs Transliteration C: ischnokalamodis Beta Code: i)sxnokalamw/dhs

English (LSJ)

ἰσχνοκαλαμῶδες, with slender reed, Eust.1165.12.

German (Pape)

[Seite 1272] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοκᾰλᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, ἤγουν ἰσχνοκαλαμώδη».

Greek Monolingual

ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.