скульптор: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[ἀγαλματογλύπτης]], [[ἀγαλματογλύφος]], [[ἀγαλματοποιός]], [[ἀγαλματουργός]], [[ἀγαλμοτυπεύς]], [[ἀναγλυφάριος]], [[ἀνδριαντογλύφος]], [[ἀνδριαντοεργάτης]], [[ἀνδριαντοπλάστης]], [[ἀνδριαντοποιός]], [[ἀνδριαντουργός]], [[γλύπτης]], [[γλυφευτής]], [[δημιουργός]], [[ἑρμογλυφεύς]], [[ζωογλύφος]], [[ζῳογλύφος]], [[ζωοπλάστης]], [[ζῳοπλάστης]], [[ζῳοτύπος]], [[λααξός]], [[λαξόος]], [[λαοξόος]], [[λιθογλύπτης]], [[λιθογλύφος]], [[λιθοξόος]], [[λιθόξοος]], [[λιθοξύστης]], [[λιθοτέκτων]], [[λιθουργός]], [[ξοανογλύφος]], [[πλάστης]], [[πλαστουργός]], [[τέκτων]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 26 October 2023
Russian > Greek
ἀγαλματογλύπτης, ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός, ἀγαλματουργός, ἀγαλμοτυπεύς, ἀναγλυφάριος, ἀνδριαντογλύφος, ἀνδριαντοεργάτης, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντουργός, γλύπτης, γλυφευτής, δημιουργός, ἑρμογλυφεύς, ζωογλύφος, ζῳογλύφος, ζωοπλάστης, ζῳοπλάστης, ζῳοτύπος, λααξός, λαξόος, λαοξόος, λιθογλύπτης, λιθογλύφος, λιθοξόος, λιθόξοος, λιθοξύστης, λιθοτέκτων, λιθουργός, ξοανογλύφος, πλάστης, πλαστουργός, τέκτων