ζῳοτύπος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[ῠ], ον<, modelling animals from life, Nonn. D. 5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.
German (Pape)
[Seite 1144] Tiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527.
Greek Monolingual
ζῳοτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' απομίμηση της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)
2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. < ζω(ο)- (Ι) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέτυπος, ζηλότυπος].
Greek Monotonic
ζῳοτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη ζωή, αυτός που απεικονίζει τη ζωή ή τη φύση, την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳοτύπος: (ῠ) ὁ живописец или скульптор, художник Anth.
Middle Liddell
ζῳο-τῠ́πος, ον
describing to the life, Anth.
Translations
sculptor
Albanina: gdhendës, gdhendëse; Arabic: نَحَّات, مَثَّال; Armenian: քանդակագործ; Azerbaijani: heykəltəraş; Basque: eskultore, zizelkari; Belarusian: разьбяр, скульптар; Bulgarian: скулптор, скулпторка, ваятел; Burmese: ပန်းပုဆရာ; Catalan: escultor, escultora; Chinese Mandarin: 雕刻家, 雕塑家; Czech: sochař, sochařka, řezbář; Danish: billedhugger, skulptør; Dutch: beeldhouwer; Esperanto: skulptisto; Faroese: myndahøggari; Finnish: kuvanveistäjä; French: sculpteur; Galician: escultor; Georgian: მოქანდაკე; German: Skulpteur, Bildhauer, Bildhauerin; Greek: γλύπτης, γλύπτρια; Ancient Greek: ἀγαλματογλύπτης, ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός, ἀγαλματουργός, ἀγαλμοτυπεύς, ἀναγλυφάριος, ἀνδριαντογλύφος, ἀνδριαντοεργάτης, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντουργός, γλύπτης, γλυφευτής, δημιουργός, ζωογλύφος, ζῳογλύφος, ζωοπλάστης, ζῳοπλάστης, ζῳοτύπος, λααξός, λαξόος, λαοξόος, λιθογλύπτης, λιθογλύφος, λιθοξόος, λιθόξοος, λιθοξύστης, λιθοτέκτων, λιθουργός, ξοανογλύφος, πλάστης, πλαστουργός, τέκτων; Hungarian: szobrász; Icelandic: myndhöggvari; Ido: skultisto, skultero; Indonesian: pemahat; Irish: dealbhóir, snoíodóir; Italian: scultore, scultrice; Japanese: 彫刻家; Kazakh: мүсінші; Korean: 조각가; Latin: sculptor; Lithuanian: skulptorius; Macedonian: вајар, скулптор; Maori: kaiwhakairo, kaitārai; Norman: stchulpteux; Norwegian Bokmål: skulptør, billedhugger; Nynorsk: skulptør, bilethoggar; Occitan: esculptor; Old East Slavic: ваꙗтель; Polish: rzeźbiarz, rzeźbiarka; Portuguese: escultor; Romanian: sculptor, sculptoriță; Russian: скульптор, ваятель, ваятельница; Serbo-Croatian Cyrillic: ки̏па̄р; Roman: kȉpār; Slovak: sochár, sochárka; Slovene: kipar; Spanish: escultor, escultora; Swedish: skulptör, bildhuggare; Tagalog: manlililok; Telugu: శిల్పి; Thai: ประติมากร; Turkish: heykelci, heykeltıraş, yontucu; Ugaritic: 𐎔𐎒𐎍; Ukrainian: скульптор, різьбяр; Vietnamese: nhà điêu khắc