στεγανόπους: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steganopous
|Transliteration C=steganopous
|Beta Code=stegano/pous
|Beta Code=stegano/pous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">covering oneself with one's feet</b>, <span class="bibl">Alcm. 118</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[web-footed]], opp. [[σχιζόπους]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>504a7</span>, <span class="bibl">593a27</span>, al.; τὰ στεγανόποδα <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>692b24</span>, al.</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[covering oneself with one's feet]], Alcm. 118.<br><span class="bld">II</span> [[web-footed]], opp. [[σχιζόπους]], Arist.HA504a7, 593a27, al.; τὰ στεγανόποδα Id.PA692b24, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die [[σκιάποδες]], Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz [[σχιζόπους]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die [[σκιάποδες]], Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Tiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[σχιζόπους]].
}}
{{elru
|elrutext='''στεγᾰνόπους:''' ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, ''[[sc.]]'' ζῷα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />(για πτηνά, [[αμφίβια]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται [[πίσω]] απ' τα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγανός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />(για πτηνά, [[αμφίβια]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται [[πίσω]] απ' τα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγανός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''στεγᾰνόπους:''' ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 05:35, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγᾰνόπους Medium diacritics: στεγανόπους Low diacritics: στεγανόπους Capitals: ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: steganópous Transliteration B: steganopous Transliteration C: steganopous Beta Code: stegano/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,
A covering oneself with one's feet, Alcm. 118.
II web-footed, opp. σχιζόπους, Arist.HA504a7, 593a27, al.; τὰ στεγανόποδα Id.PA692b24, al.

German (Pape)

[Seite 932] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Tiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Gegensatz σχιζόπους.

Russian (Dvoretsky)

στεγᾰνόπους: ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στεγᾰνόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ σχιζόπους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. στεγνός.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
(για πτηνά, αμφίβια κ.λπ.) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη
αρχ.
αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται πίσω απ' τα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + πούς, ποδός].