επισφάλεια: Difference between revisions
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπισφάλεια]], ἡ (Α) [[επισφαλές]]<br />[[αβεβαιότητα]], [[αστάθεια]], επικίνδυνη [[κατάσταση]] («[[πρόχειρον]] ἔχειν ἐν ταῖς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=[[ἐπισφάλεια]], ἡ (Α) [[επισφαλές]]<br />[[αβεβαιότητα]], [[αστάθεια]], επικίνδυνη [[κατάσταση]] («[[πρόχειρον]] ἔχειν ἐν ταῖς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[precariousness]]=== | |||
Catalan: precarietat; French: [[précarité]]; Galician: precariedade; Greek: [[επισφάλεια]], [[αστάθεια]], [[αβεβαιότητα]], [[επισφαλής χαρακτήρας]]; Ancient Greek: [[ἐπισφάλεια]]; Hebrew: אי-יציבות; Italian: [[precarietà]]; Portuguese: [[precariedade]]; Spanish: [[precariedad]]; Turkish: istikrarsızlık | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:07, 27 October 2023
Greek Monolingual
ἐπισφάλεια, ἡ (Α) επισφαλές
αβεβαιότητα, αστάθεια, επικίνδυνη κατάσταση («πρόχειρον ἔχειν ἐν ταῖς ἐπιτυχίαις τὴν τῆς τύχης ἐπισφάλειαν», Πολ.).
Translations
precariousness
Catalan: precarietat; French: précarité; Galician: precariedade; Greek: επισφάλεια, αστάθεια, αβεβαιότητα, επισφαλής χαρακτήρας; Ancient Greek: ἐπισφάλεια; Hebrew: אי-יציבות; Italian: precarietà; Portuguese: precariedade; Spanish: precariedad; Turkish: istikrarsızlık