αβεβαιότητα
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται -> For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2Greek Monolingual
η (Α ἀβεβαιότης) ἀβέβαιος
1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία
2. ασάφεια, αοριστία
αρχ.
αστάθεια, ακαταστασία.