βακέτα: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(7) |
m (Text replacement - "Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον;" to "Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον, μόσχειον δέρμα;") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] μικρού μοσχαριού<br /><b>2.</b> υποδήματα από [[βακέτα]]<br /><b>3.</b> νεάζουσα γερασμένη [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>vacchetta</i> «[[δαμάλι]]», υποκορ. του <i>vacca</i> «[[αγελάδα]]»]. | |mltxt=η<br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]] μικρού μοσχαριού<br /><b>2.</b> υποδήματα από [[βακέτα]]<br /><b>3.</b> νεάζουσα γερασμένη [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>vacchetta</i> «[[δαμάλι]]», υποκορ. του <i>vacca</i> «[[αγελάδα]]»]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[calfskin]]=== | |||
Czech: teletina; Galician: becerro; German: [[Kalbsleder]], [[Kalbfell]]; Greek: [[δέρμα μοσχαριού]], [[τελατίνι]], [[βακέτα]]; Anciet Greek: [[μοσχῆ]], [[μόσχειον]], [[μόσχειον δέρμα]]; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: [[телячья кожа]]; Spanish: [[becerro]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:08, 10 December 2023
Greek Monolingual
η
1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού
2. υποδήματα από βακέτα
3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»].
Translations
calfskin
Czech: teletina; Galician: becerro; German: Kalbsleder, Kalbfell; Greek: δέρμα μοσχαριού, τελατίνι, βακέτα; Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον, μόσχειον δέρμα; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: телячья кожа; Spanish: becerro