χειραφετημένος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[χειραφετημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα<br /><b>2.</b> χειραφετημένη (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>συνεκδ.</b> αυτή που, εν [[ονόματι]] της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.
|mltxt=[[χειραφετημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα<br /><b>2.</b> [[χειραφετημένη]] (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>συνεκδ.</b> αυτή που, εν [[ονόματι]] της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 15 December 2023

Greek Monolingual

χειραφετημένος, -η, -ο
1. αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
2. χειραφετημένη (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.