dubbelzinnigheid: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(nlel) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[παλιλλογία]] | |nleltext=[[παλιλλογία]], [[ἀδηλία]], [[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφισβήτησις]], [[διπλόη]], [[διπλότης]], [[διττότης]], [[διφασία]], [[ἐπαμφοτερισμός]], [[ἐπιδίστασις]], [[κοινότης]], [[λοξότης]], [[λόξωσις]], [[ὁμωνυμία]], [[τὸ ἀμφίγλωσσον]], [[τὸ ἀμφιρρεπές]], [[τὸ δισσόν]], [[τὸ διττόν]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 21 December 2023
Dutch > Greek
παλιλλογία, ἀδηλία, ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφισβήτησις, διπλόη, διπλότης, διττότης, διφασία, ἐπαμφοτερισμός, ἐπιδίστασις, κοινότης, λοξότης, λόξωσις, ὁμωνυμία, τὸ ἀμφίγλωσσον, τὸ ἀμφιρρεπές, τὸ δισσόν, τὸ διττόν