Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ονειρώττω: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(29)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀνειρώττω και [[ὀνειρώσσω]])<br />έχω [[ονείρωξη]], [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποθώ]] να αποκτήσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> <i>λοιμ</i>-<i>ώττω</i>, <i>υπν</i>-<i>ώττω</i>)].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀνειρώττω]] και [[ὀνειρώσσω]])<br />έχω [[ονείρωξη]], [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ποθώ]] να αποκτήσω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i> / -<i>ώττω</i>, δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> [[λοιμώττω]], [[υπνώττω]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:46, 11 January 2024

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω)
έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου
αρχ.
μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ώσσω / -ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμώττω, υπνώττω)].