τελεία: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(4b)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> η [[στιγμή]], [[σημείο]] στίξης με το οποίο χωρίζονται περίοδοι λόγου, με το οποίο σημειώνεται το [[τέλος]] μιας φράσης («τελείαν δεῑ στίξαι», Ερμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «άνω [[τελεία]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σημείο]] στίξης το οποίο δηλώνει [[παύση]] του λόγου μεγαλύτερη από ό,τι το [[κόμμα]] και μικρότερη από ό,τι η [[τελεία]]<br />β) «άνω και [[κάτω]] [[τελεία]]»<br /><b>γραμμ.</b> τα δηλωτικά<br />γ) «[[τελεία]] και [[παύλα]]» — δηλώνει ότι [[κάτι]] έληξε οριστικά, ότι δεν πρόκειται να γίνει [[προσθήκη]], [[μεταβολή]], [[επανάληψη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[σύμβολο]] της εκφωνητικής στενογραφίας - παρασημαντικής χρησιμοποιούμενο στη [[μουσική]] [[απαγγελία]] του Ευαγγελίου και του Αποστόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[τελεία]] ([[στιγμή]]) του επιθ. [[τέλειος]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> η [[στιγμή]], [[σημείο]] στίξης με το οποίο χωρίζονται περίοδοι λόγου, με το οποίο σημειώνεται το [[τέλος]] μιας φράσης («τελείαν δεῖ στίξαι», Ερμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «άνω [[τελεία]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σημείο]] στίξης το οποίο δηλώνει [[παύση]] του λόγου μεγαλύτερη από ό,τι το [[κόμμα]] και μικρότερη από ό,τι η [[τελεία]]<br />β) «άνω και [[κάτω]] [[τελεία]]»<br /><b>γραμμ.</b> τα δηλωτικά<br />γ) «[[τελεία]] και [[παύλα]]» — δηλώνει ότι [[κάτι]] έληξε οριστικά, ότι δεν πρόκειται να γίνει [[προσθήκη]], [[μεταβολή]], [[επανάληψη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) [[σύμβολο]] της εκφωνητικής στενογραφίας - παρασημαντικής χρησιμοποιούμενο στη [[μουσική]] [[απαγγελία]] του Ευαγγελίου και του Αποστόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[τελεία]] ([[στιγμή]]) του επιθ. [[τέλειος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τελεία:''' ἡ (sc. [[στιγμή]]) грам. точка.
|elrutext='''τελεία:''' ἡ (sc. [[στιγμή]]) грам. [[точка]].
}}
}}

Latest revision as of 17:26, 12 January 2024

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης με το οποίο χωρίζονται περίοδοι λόγου, με το οποίο σημειώνεται το τέλος μιας φράσης («τελείαν δεῖ στίξαι», Ερμ. Αλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «άνω τελεία»
γραμμ. σημείο στίξης το οποίο δηλώνει παύση του λόγου μεγαλύτερη από ό,τι το κόμμα και μικρότερη από ό,τι η τελεία
β) «άνω και κάτω τελεία»
γραμμ. τα δηλωτικά
γ) «τελεία και παύλα» — δηλώνει ότι κάτι έληξε οριστικά, ότι δεν πρόκειται να γίνει προσθήκη, μεταβολή, επανάληψη
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) σύμβολο της εκφωνητικής στενογραφίας - παρασημαντικής χρησιμοποιούμενο στη μουσική απαγγελία του Ευαγγελίου και του Αποστόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. τελεία (στιγμή) του επιθ. τέλειος.

Russian (Dvoretsky)

τελεία: ἡ (sc. στιγμή) грам. точка.