τελεία
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης με το οποίο χωρίζονται περίοδοι λόγου, με το οποίο σημειώνεται το τέλος μιας φράσης («τελείαν δεῖ στίξαι», Ερμ. Αλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «άνω τελεία»
γραμμ. σημείο στίξης το οποίο δηλώνει παύση του λόγου μεγαλύτερη από ό,τι το κόμμα και μικρότερη από ό,τι η τελεία
β) «άνω και κάτω τελεία»
γραμμ. τα δηλωτικά
γ) «τελεία και παύλα» — δηλώνει ότι κάτι έληξε οριστικά, ότι δεν πρόκειται να γίνει προσθήκη, μεταβολή, επανάληψη
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) σύμβολο της εκφωνητικής στενογραφίας - παρασημαντικής χρησιμοποιούμενο στη μουσική απαγγελία του Ευαγγελίου και του Αποστόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. τελεία (στιγμή) του επιθ. τέλειος.