τελεία Search Google

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης με το οποίο χωρίζονται περίοδοι λόγου, με το οποίο σημειώνεται το τέλος μιας φράσης («τελείαν δεῖ στίξαι», Ερμ. Αλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «άνω τελεία»
γραμμ. σημείο στίξης το οποίο δηλώνει παύση του λόγου μεγαλύτερη από ό,τι το κόμμα και μικρότερη από ό,τι η τελεία
β) «άνω και κάτω τελεία»
γραμμ. τα δηλωτικά
γ) «τελεία και παύλα» — δηλώνει ότι κάτι έληξε οριστικά, ότι δεν πρόκειται να γίνει προσθήκη, μεταβολή, επανάληψη
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) σύμβολο της εκφωνητικής στενογραφίας - παρασημαντικής χρησιμοποιούμενο στη μουσική απαγγελία του Ευαγγελίου και του Αποστόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. τελεία (στιγμή) του επιθ. τέλειος.

Russian (Dvoretsky)

τελεία: ἡ (sc. στιγμή) грам. точка.