μεγαλοπρεπέως: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(3)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{WoodhouseAdverbsReversed
|woodadr=(see also: [[μεγαλοπρεπής]]) [[splendidly]]
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[μεγαλοπρεπῶς]].
|btext=<i>adv.</i><br />[[magnifiquement]], [[grandement]];<br /><i>Cp.</i> μεγαλοπρεπέστερον, <i>Sp.</i> μεγαλοπρεπέστατα.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]].
}}
{{elru
|elrutext=[[μεγαλοπρεπῶς|μεγᾰλοπρεπῶς]]: ион. [[μεγαλοπρεπέως|μεγᾰλοπρεπέως]] [[великолепно]], [[пышно]], [[богато]] (ξεινίζειν τινά Her.; δῶρα πέμψαι τινί Xen.; θύειν τῷ θεῷ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοπρεπέως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[μεγαλοπρεπής]].
|mltxt=[[μεγαλοπρεπέως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[μεγαλοπρεπής]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοπρεπέως:''' ион. = [[μεγαλοπρεπῶς]].
}}
}}

Latest revision as of 17:18, 22 January 2024

English (Woodhouse)

(see also: μεγαλοπρεπής) splendidly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

adv.
magnifiquement, grandement;
Cp. μεγαλοπρεπέστερον, Sp. μεγαλοπρεπέστατα.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπρεπῶς: ион. μεγᾰλοπρεπέως великолепно, пышно, богато (ξεινίζειν τινά Her.; δῶρα πέμψαι τινί Xen.; θύειν τῷ θεῷ Plut.).

Greek Monolingual

μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.