επιφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανάβω]], [[εξάπτω]] από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φωτίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[λαμπρύνω]] («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για τον ήλιο) [[καίω]] υπερβολικά («ἤν... ὁ [[ἥλιος]]... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]] («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιφλέγω]] (Α) [[φλέγω]]<br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[πυρπολώ]] («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]], [[φλέγω]], [[πυρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξάπτω]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]] («[[σάλπιγξ]] δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανάβω]], [[εξάπτω]] από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φωτίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[λαμπρύνω]] («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για τον ήλιο) [[καίω]] υπερβολικά («ἤν... ὁ [[ἥλιος]]... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]] («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπιφλέγω (Α) φλέγω
1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω
3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπωσάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.)
4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει πόθῳ τὴν Ἑλλάδα», Πλούτ.)
5. φωτίζω
6. κάνω κάποιον διάσημο, λαμπρύνω («πόλιν... ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς», Πίνδ.)
7. (αμτβ.) (για τον ήλιο) καίω υπερβολικά («ἤν... ὁ ἥλιος... τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ», Λουκιαν.)
8. μτφ. λάμπω, είμαι λαμπρός («εὐφροσύνα τε καὶ δόξ’ ἐπιφλέγει», Πίνδ.).