εξάπτω
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Greek Monolingual
(I)
ἐξάπτω άπτω
(Α)
1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.)
2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.)
3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι άλλο, αποδίδω σε κάτι («τὰ πραττόμενα τῆς τύχης ἐξῆπτεν» — εξαρτούσε από την τύχη, απέδιδε στην τύχη τα πραττόμενα, Πλούτ.)
4. συνδέω σε ακολουθία, προσαρμόζω
5. αποθέτω, τοποθετώ επάνω («ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν», Ευρ.)
6. αφήνω να πέσουν («ἀφύλλους στόματος ἐξάπτων λιτάς», Ευρ.)
7. μέσ. ασχολούμαι με κάτι («ἀγγελίαι πρὸς Θεμιστοκλέα τῶν ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι», Πλούτ.)
8. παρακολουθώ με προσοχή, από κοντά («ἐξάπτεσθαι τῆς οὐραγίας καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολ.)
9. κρεμώ, προσαρτώ στο σώμα, φορώ («τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψασ'», Ευρ.).
(II)
(AM ἐξάπτω) άπτω
διεγείρω, ανάβω («ή Μαξιμὼ τὸν ἔρωτα ἐξῆπτε πλέως μεγάλον», Διγ. Ακρ.)
αρχ.-μσν.
βάζω φωτιά, ανάβω, καίω
μσν.
1. (για φωτιά) δυναμώνω, φουντώνω, παίρνω μεγαλύτερη ένταση, διεγείρομαι
2. καίγομαι
3. θυμώνω
4. ταράζομαι, εξάπτομαι
5. (για τη νιότη) βασανίζομαι, υποφέρω («ἐπέσωσες τὴν ἄχαρήν μου νιότην κι ἀξάφτει καὶ χειμὸν καὶ καλοκαίριν», Κυπρ. ερωτ. τραγούδια)
6. ξεσπώ («νὰ παύσεις ἐτοῦτον τὸ σκάνδαλον ὁποὺ μέλλει νὰ 'ξάψει τοῦ ἄνωθεν μοναστηρίου», Βλαστ. Επιστ.).