αιγιαλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(1) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[αἰγιαλίτης]]) (θηλ. Α - | |mltxt=ο (Α [[αἰγιαλίτης]]) (θηλ. Α -ῖτις, Ν -ίτιδα) [[αἰγιαλός]]<br />αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί [[κοντά]] στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, [[παραθαλάσσιος]], [[παράκτιος]], «αιγιαλίτιδα [[ζώνη]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «<i>αἰγιαλίτιδες ψῆφοι</i>», χαλίκια της θάλασσας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο (Α αἰγιαλίτης) (θηλ. Α -ῖτις, Ν -ίτιδα) αἰγιαλός
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, παραθαλάσσιος, παράκτιος, «αιγιαλίτιδα ζώνη»
αρχ.
φρ. «αἰγιαλίτιδες ψῆφοι», χαλίκια της θάλασσας.