αιγιαλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[αἰγιαλίτης]]) (θηλ. Α -ῑτις, Ν -ίτιδα) [[αἰγιαλός]]<br />αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί [[κοντά]] στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, [[παραθαλάσσιος]], [[παράκτιος]], «αιγιαλίτιδα [[ζώνη]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «<i>αἰγιαλίτιδες ψῆφοι</i>», χαλίκια της θάλασσας.
|mltxt=ο (Α [[αἰγιαλίτης]]) (θηλ. Α -ῖτις, Ν -ίτιδα) [[αἰγιαλός]]<br />αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί [[κοντά]] στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, [[παραθαλάσσιος]], [[παράκτιος]], «αιγιαλίτιδα [[ζώνη]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «<i>αἰγιαλίτιδες ψῆφοι</i>», χαλίκια της θάλασσας.
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (Α αἰγιαλίτης) (θηλ. Α -ῖτις, Ν -ίτιδα) αἰγιαλός
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, παραθαλάσσιος, παράκτιος, «αιγιαλίτιδα ζώνη»
αρχ.
φρ. «αἰγιαλίτιδες ψῆφοι», χαλίκια της θάλασσας.