γελασίνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -νη, η) (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γελάει διαρκώς, ο [[γελαστός]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ γελασῑνοι</i> (<i>ὀδόντες</i>)<br />τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες<br /><b>3.</b> (θηλ. πληθ.) α) <i>αἱ γελασῑναι</i><br />τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε<br />β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γελασ</i>-, [[γελάω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ελεγξίνος</i> «ο [[κριτικός]]», [[χυτρίνος]] «[[κοιλότητα]]» <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=ο (θηλ. -νη, η) (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γελάει διαρκώς, ο [[γελαστός]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ γελασῑνοι</i> (<i>ὀδόντες</i>)<br />τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες<br /><b>3.</b> (θηλ. πληθ.) α) <i>αἱ γελασῖναι</i><br />τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε<br />β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γελασ</i>-, [[γελάω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ελεγξίνος</i> «ο [[κριτικός]]», [[χυτρίνος]] «[[κοιλότητα]]» <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}

Revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (θηλ. -νη, η) (AM)
1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός
2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες)
τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες
3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῖναι
τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε
β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ίνος (πρβλ. ελεγξίνος «ο κριτικός», χυτρίνος «κοιλότητα» κ.λπ.)].