εννεάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εννιάμηνος]], -η, -ο (Α [[ἐννεάμηνος]], -ον)<br />(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει [[εννέα]] μήνες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[εννέα]] μήνες («εννεάμηνη [[περιοδεία]]»)<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα εννεάμηνα</i> ή <i>εννιάμηνα</i><br />[[μνημόσυνο]] που γίνεται [[εννέα]] μήνες από τον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του έμβρυον) <i>το εννεάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που γεννιέται τον ένατο [[μήνα]] («τίκτουσι γὰρ γυναῑκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐννεαμήνως</i> (Μ)<br />[[μέσα]] σε [[εννέα]] μήνες.
|mltxt=και [[εννιάμηνος]], -η, -ο (Α [[ἐννεάμηνος]], -ον)<br />(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει [[εννέα]] μήνες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[εννέα]] μήνες («εννεάμηνη [[περιοδεία]]»)<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα εννεάμηνα</i> ή <i>εννιάμηνα</i><br />[[μνημόσυνο]] που γίνεται [[εννέα]] μήνες από τον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του έμβρυον) <i>το εννεάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που γεννιέται τον ένατο [[μήνα]] («τίκτουσι γὰρ γυναῖκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐννεαμήνως</i> (Μ)<br />[[μέσα]] σε [[εννέα]] μήνες.
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)
(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα
μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατο
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη του έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)
αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῖκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).
επίρρ...
ἐννεαμήνως (Μ)
μέσα σε εννέα μήνες.