θυρώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυρῶ, -όω (Α) [[θύρα]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[θύρα]] σε [[κάτι]], [[κλείνω]] με [[θύρα]], [[κλείνω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>θυοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) έχω ανοίγματα («[[πίναξ]] τεθυρωμένος», <b>επιγρ.</b>)<br />β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν [[στέγη]] και πόρτες, πάπ.).
|mltxt=θυρῶ, -όω (Α) [[θύρα]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[θύρα]] σε [[κάτι]], [[κλείνω]] με [[θύρα]], [[κλείνω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>θυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) έχω ανοίγματα («[[πίναξ]] τεθυρωμένος», <b>επιγρ.</b>)<br />β) έχω ως θύρες («πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν [[στέγη]] και πόρτες, πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

θυρῶ, -όω (Α) θύρα
1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά
2. παθ. θυροῦμαι, -όομαι
α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.)
β) έχω ως θύρες («πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.)
γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν στέγη και πόρτες, πάπ.).