καλαμίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ (Α καλαμῑτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ονομασία]] αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> [[ονομασία]] του μαγνητικού οξειδίου του σιδήρου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ακρίδας, η καλαμαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. [[καλάμη]]].
|mltxt=ἡ (Α καλαμῖτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ονομασία]] αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> [[ονομασία]] του μαγνητικού οξειδίου του σιδήρου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ακρίδας, η καλαμαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. [[καλάμη]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἡ (Α καλαμῖτις)
νεοελλ.
1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας
2. χημ. ονομασία του μαγνητικού οξειδίου του σιδήρου
αρχ.
είδος ακρίδας, η καλαμαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη].