Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανίτις: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κυανῑτις, -ίτιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει [[χρώμα]] σκοτεινό με [[απόκλιση]] [[προς]] το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. <i>βαλαν</i>-<i>ῖτις</i>, <i>καλαμ</i>-<i>ῖτις</i>)].
|mltxt=κυανῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει [[χρώμα]] σκοτεινό με [[απόκλιση]] [[προς]] το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[βαλανῖτις]], [[καλαμῖτις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

κυανῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -ῖτις (πρβλ. βαλανῖτις, καλαμῖτις)].