κατακληίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακληΐς]], -ῑδος, ἡ (Α)<br />(ιων. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[κατακλείδα]].
|mltxt=[[κατακληΐς]], -ῖδος, ἡ (Α)<br />(ιων. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[κατακλείδα]].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

κατακληΐς, -ῖδος, ἡ (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα.