λοξώνω: Difference between revisions
From LSJ
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ | |mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῖτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]]. | ||
}} | }} |