ολυμπιονίκης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀλυμπιονίκης]] και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) [[νικητής]] σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ὀλυμπία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυθιο</i>-<i>νίκης</i>].
|mltxt=ο (Α [[ὀλυμπιονίκης]] και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) [[νικητής]] σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῦ μακαριστοῦ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῖκαι ζῶσι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ὀλυμπία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), [[πρβλ]]. [[πυθιονίκης]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας)
(ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῦ μακαριστοῦ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῖκαι ζῶσι», Πλάτ.
β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + -νίκης (< νίκη), πρβλ. πυθιονίκης].