στρεβλότητα: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[στρεβλότης]], -ητος, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του στρεβλού, το να [[είναι]] [[κανείς]] ή [[κάτι]] στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῑς καὶ στρεβλότησι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυστροπία]]<br />β) [[παραλογισμός]].
|mltxt=η / [[στρεβλότης]], -ητος, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του στρεβλού, το να [[είναι]] [[κανείς]] ή [[κάτι]] στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῖς καὶ στρεβλότησι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυστροπία]]<br />β) [[παραλογισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

η / στρεβλότης, -ητος, ΝΑ στρεβλός
1. η ιδιότητα του στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῖς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.)
2. μτφ. α) δυστροπία
β) παραλογισμός.