ἀνθρακῖτις: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α | |mltxt=η (Α ἀνθρακῖτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρρώστια]] των αμπελιών<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] που έχει γαιάνθρακες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] καύσιμου άνθρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνθραξ]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] της μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i> ως [[απόδοση]] του γαλλ. <i>anthracuose</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 233] ιδος, γῆ, kohlenartig.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
1 variedad de granate Plin.HN 37.89, Isid.Etym.16.14.2.
2 antracita Plin.HN 37.99.
Greek Monolingual
η (Α ἀνθρακῖτις)
νεοελλ.
1. αρρώστια των αμπελιών
2. περιοχή που έχει γαιάνθρακες
αρχ.
είδος καύσιμου άνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς ως απόδοση του γαλλ. anthracuose].