3,253,652
edits
(6_8) |
m (Text replacement - "νεοπραγέω, προσκαινουργέω;" to "νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω;") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοδοξέω''': ἔχω καινάς, [[νέας]] δόξας, νέα σχέδια [[περί]] τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι [[καινοτομέω]]), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1. | |lstext='''καινοδοξέω''': ἔχω καινάς, [[νέας]] δόξας, νέα σχέδια [[περί]] τινος (ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσι [[καινοτομέω]]), Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16, 11, 1. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[innovate]]=== | |||
Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: [[vernieuwen]]; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: [[innover]]; German: [[innovieren]], [[erneuern]], [[neuern]]; Greek: [[καινοτομώ]]; Ancient Greek: [[ἐπικαινοτομέω]], [[καινίζω]], [[καινοδοξέω]], [[καινοποιέω]], [[καινοτομέω]], [[καινουργέω]], [[νεοπραγέω]], [[νεωτερίζω]], [[προσκαινουργέω]]; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: [[innovare]]; Norwegian: fornye; Portuguese: [[inovar]]; Slovak: inovovať; Spanish: [[innovar]]; Swedish: förnya | |||
}} | }} |