προοικονομῶ: Difference between revisions
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(Created page with "{{grml |mltxt=ἡ, ΜΑ προοικονομῶ, προοικονομέω<br />η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η [[προετοιμασία]...") |
(No difference)
|
Revision as of 16:19, 17 February 2024
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προοικονομῶ, προοικονομέω
η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η προετοιμασία σχεδίου που ακολουθείται στη συνέχεια.