εσπερίδα: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(14) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἑσπερίς]], - | |mltxt=η (AM [[ἑσπερίς]], -ίδος) [[εσπέρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> φιλική βραδινή [[συγκέντρωση]]<br /><b>2.</b> βραδινή ή νυχτερινή [[γιορτή]] που γίνεται [[δημόσια]] για φιλανθρωπικό ή [[άλλο]] κοινωφελή σκοπό<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b><br />[[γένος]] δικότυλων ποωδών [[φυτών]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι εσπερίδες</i><br />[[οικογένεια]] λεπιδόπτερων ροπαλόκερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυτική («ἑσπερὶς [[ἅλμη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνθος]] που ευωδιάζει το [[βράδυ]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>αἱ Ἑσπερίδες</i><br />μυθικές κόρες της νύχτας («τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων» — τα χρυσά μήλα του κήπου τον οποίο φύλαγαν οι Εσπερίδες)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Ἑσπερίδων νῆσοι» — τα νησιά [[Κασσιτερίδες]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
Greek Monolingual
η (AM ἑσπερίς, -ίδος) εσπέρα
νεοελλ.
1. φιλική βραδινή συγκέντρωση
2. βραδινή ή νυχτερινή γιορτή που γίνεται δημόσια για φιλανθρωπικό ή άλλο κοινωφελή σκοπό
3. βοτ.
γένος δικότυλων ποωδών φυτών
4. στον πληθ. οι εσπερίδες
οικογένεια λεπιδόπτερων ροπαλόκερων εντόμων
αρχ.
1. δυτική («ἑσπερὶς ἅλμη», Νόνν.)
2. άνθος που ευωδιάζει το βράδυ
3. ως κύριο όν. αἱ Ἑσπερίδες
μυθικές κόρες της νύχτας («τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων» — τα χρυσά μήλα του κήπου τον οποίο φύλαγαν οι Εσπερίδες)
4. φρ. «Ἑσπερίδων νῆσοι» — τα νησιά Κασσιτερίδες.