νεβρίδα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νεβρίς]], -ῑδος και -[[ίδος]])<br />το [[δέρμα]] του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («[[νεβρίδα]] χρυσόπαστον [[ἐνημμένος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[δέρμα]] του νεαρού ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[μαργαρίς]])].
|mltxt=η (Α [[νεβρίς]], -ῖδος και -ίδος)<br />το [[δέρμα]] του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («[[νεβρίδα]] χρυσόπαστον [[ἐνημμένος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[δέρμα]] του νεαρού ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[μαργαρίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Greek Monolingual

η (Α νεβρίς, -ῖδος και -ίδος)
το δέρμα του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών
αρχ.
το δέρμα του νεαρού ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μαργαρίς)].