μαργαρίς
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, a kind of
A palm tree, Plin.HN13.42.
II v. μαργαρίτης 1.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
avec ou sans λίθος;
perle.
Étymologie: DELG emprunt à l'iranien, lui-même du skr. manjari « perle ».
Greek Monolingual
μαργαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος φοίνικα
2. μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάργαρος + επίθημα -ίς (πρβλ. λατ. margaris)].
German (Pape)
ίδος, ἡ, Sp., wie Philostr. v. Ap. 3.53, = μαργαρίτης, s. Lobeck Parall. 52.