μερίδιο: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(24)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[μερίδιον]], Μ και ἱμερίδι[ν] και μερίδι[ν])<br />μικρό [[μέρος]], μικρή [[μερίδα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μερίδα]], [[μερτικό]], το [[μέρος]] που αναλογεί σε κάποιον («πήρε μεγάλο [[μερίδιο]] από την [[κληρονομιά]] κι [[έτσι]] ζει πλουσιοπάροχα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]], [[κατηγορία]] πληθυσμού<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] στρατού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρατῶ μερίδι κάποιου» — [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, τον [[υποστηρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μερίδ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[μερίς]], -[[ίδος]]].
|mltxt=το (ΑM [[μερίδιον]], Μ και ἱμερίδι[ν] και μερίδι[ν])<br />μικρό [[μέρος]], μικρή [[μερίδα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μερίδα]], [[μερτικό]], το [[μέρος]] που αναλογεί σε κάποιον («πήρε μεγάλο [[μερίδιο]] από την [[κληρονομιά]] κι [[έτσι]] ζει πλουσιοπάροχα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομάδα]], [[κατηγορία]] πληθυσμού<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] στρατού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρατῶ μερίδι κάποιου» — [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, τον [[υποστηρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μερίδ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[μερίς]], -ίδος].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Greek Monolingual

το (ΑM μερίδιον, Μ και ἱμερίδι[ν] και μερίδι[ν])
μικρό μέρος, μικρή μερίδα
νεοελλ.-μσν.
μερίδα, μερτικό, το μέρος που αναλογεί σε κάποιον («πήρε μεγάλο μερίδιο από την κληρονομιά κι έτσι ζει πλουσιοπάροχα»)
μσν.
1. ομάδα, κατηγορία πληθυσμού
2. τμήμα στρατού
3. φρ. «κρατῶ μερίδι κάποιου» — είμαι με το μέρος κάποιου, τον υποστηρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερίδ-ιον, υποκορ. του μερίς, -ίδος].