λεπιδόπτερα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα<br /><b>ζωολ.</b> [[τάξη]] εντόμων, η δεύτερη σε αριθμό ειδών [[μετά]] τα κολεόπτερα, στην οποία ανήκουν οι «ψυχές», δηλ. οι πεταλούδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lepidoptere</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lepido</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεπίς]], -[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ptere</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].
|mltxt=τα<br /><b>ζωολ.</b> [[τάξη]] εντόμων, η δεύτερη σε αριθμό ειδών [[μετά]] τα κολεόπτερα, στην οποία ανήκουν οι «ψυχές», δηλ. οι πεταλούδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lepidoptere</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lepido</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεπίς]], -ίδος) <span style="color: red;">+</span> <i>ptere</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].
}}
}}

Latest revision as of 14:12, 1 March 2024

Greek Monolingual

τα
ζωολ. τάξη εντόμων, η δεύτερη σε αριθμό ειδών μετά τα κολεόπτερα, στην οποία ανήκουν οι «ψυχές», δηλ. οι πεταλούδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lepidoptere < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + ptere (< πτερόν). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].