Φωκίδα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
(45)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / Φωκίς, -[[ίδος]], ΝΑ<br />[[περιοχή]] της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές του Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά της Βοιωτίας, η [[χώρα]] τών Φωκέων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αχλαδιού<br /><b>2.</b> (<b>με σημ. επιθ.</b>) φωκική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπωνύμιο σχηματισμένο [[κατά]] τα <i>Αἰολίς</i>, [[Δωρίς]], που έχει πάρει το όνομά του από το ανδρων. <i>Φῶκος</i>, όν. του γιου της θαλάσσιας θεότητας Ψαμάθης, η οποία μεταμορφώθηκε σε [[φώκια]]].
|mltxt=η / Φωκίς, -ίδος, ΝΑ<br />[[περιοχή]] της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές του Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά της Βοιωτίας, η [[χώρα]] τών Φωκέων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αχλαδιού<br /><b>2.</b> (<b>με σημ. επιθ.</b>) φωκική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τοπωνύμιο σχηματισμένο [[κατά]] τα <i>Αἰολίς</i>, [[Δωρίς]], που έχει πάρει το όνομά του από το ανδρων. <i>Φῶκος</i>, όν. του γιου της θαλάσσιας θεότητας Ψαμάθης, η οποία μεταμορφώθηκε σε [[φώκια]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / Φωκίς, -ίδος, ΝΑ
περιοχή της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές του Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά της Βοιωτίας, η χώρα τών Φωκέων
αρχ.
1. είδος αχλαδιού
2. (με σημ. επιθ.) φωκική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τοπωνύμιο σχηματισμένο κατά τα Αἰολίς, Δωρίς, που έχει πάρει το όνομά του από το ανδρων. Φῶκος, όν. του γιου της θαλάσσιας θεότητας Ψαμάθης, η οποία μεταμορφώθηκε σε φώκια].