Φωκίδα
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
η / Φωκίς, -ίδος, ΝΑ
περιοχή της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές του Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά της Βοιωτίας, η χώρα τών Φωκέων
αρχ.
1. είδος αχλαδιού
2. (με σημ. επιθ.) φωκική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τοπωνύμιο σχηματισμένο κατά τα Αἰολίς, Δωρίς, που έχει πάρει το όνομά του από το ανδρων. Φῶκος, όν. του γιου της θαλάσσιας θεότητας Ψαμάθης, η οποία μεταμορφώθηκε σε φώκια].