πυρσωρίδα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
(35)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / [[πυρσωρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρό [[σκάφος]] ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και [[είναι]] μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη [[ναυσιπλοΐα]], αλλ. [[καραβοφάναρο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φάρος]] από όπου έκαναν σήματα με πυρσούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ὁρῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]].
|mltxt=η, / [[πυρσωρίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρό [[σκάφος]] ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και [[είναι]] μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη [[ναυσιπλοΐα]], αλλ. [[καραβοφάναρο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φάρος]] από όπου έκαναν σήματα με πυρσούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ὁρῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος].
}}
}}

Latest revision as of 14:17, 1 March 2024

Greek Monolingual

η, / πυρσωρίς, -ίδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. μικρό σκάφος ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. καραβοφάναρο
μσν.-αρχ.
φάρος από όπου έκαναν σήματα με πυρσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + -ωρός (βλ. λ. ὁρῶ) + επίθημα -ίς, -ίδος].