συριγγίς: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />αυτή που [[είναι]] όμοια με [[σύριγγα]] («συριγγὶς [[κασία]]», Ανδρόμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦριγξ]], <i>σύριγγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br />αυτή που [[είναι]] όμοια με [[σύριγγα]] («συριγγὶς [[κασία]]», Ανδρόμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦριγξ]], <i>σύριγγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡριγγίς Medium diacritics: συριγγίς Low diacritics: συριγγίς Capitals: ΣΥΡΙΓΓΙΣ
Transliteration A: syringís Transliteration B: syringis Transliteration C: syriggis Beta Code: suriggi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, like a pipe, κασία, i.e. quill-cassia, Androm. ap. Gal. 14.73.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριγγίς: -ίδος, ἡ, ὁμοία πρὸς σύριγγα, κασία Γαλην. Ἀντιδ. 1. 14.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
αυτή που είναι όμοια με σύριγγα («συριγγὶς κασία», Ανδρόμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].